- εξαπατώ
- (α) μετ.1) обманывать; τον εξηπάτησεν διά διαφόρων υποσχέσεων он обманул его разными посулами, обещаниями; 2) соблазнять, совращать, обольщать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… … Dictionary of Greek
εξαπατώ — εξαπατάω / εξαπατώ (παρατατ. ούσα), εξαπάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαπατώ — εξαπάτησα, εξαπατήθηκα, εξαπατημένος, μτβ. 1. απατώ κάποιον, τον ξεγελώ, τον κοροϊδεύω με απατηλά λόγια: Τον εξαπάτησε με υποσχέσεις. 2. το παθ., εξαπατιέμαι γίνεται σε βάρος μου απάτη από μοιχεία: Εξαπατημένος σύζυγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαπατῶ — ἐξαπατάω deceive pres imperat mp 2nd sg ἐξαπατάω deceive pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατῷ — ἐξαπατάω deceive pres opt act 3rd sg ἐξαπατάω deceive pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεπατώ — εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ απατῶ (βλ. και λ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και ανομοιωτική τροπή τού πρώτου α σε ε ] … Dictionary of Greek
παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… … Dictionary of Greek
συνηπεροπεύω — Α εξαπατώ κάποιον και εγώ ή εξαπατώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπεροπεύω «πλανεύω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek
αλληλοεξαπατώμαι — ( άομαι) εξαπατώμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξαπατώ ( ώμαι)] … Dictionary of Greek
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek